Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κηροπλάστης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηροπλάστης ο [kiroplástis] Ο10 : αυτός που κατασκευάζει κεριά· κηροποιός.

[λόγ. < αρχ. κηροπλάστης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go