Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κηραλοιφή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηραλοιφή η [kiralifí] Ο29 : αλοιφή με βάση το κερί και το λάδι.

[λόγ. κηρ(ο)- + αλοιφή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go