Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κηδεμόνας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεμόνας 1 ο [kiδemónas] Ο2 : αυτός που έχει τη φροντίδα και την επίβλεψη ανήλικου παιδιού, είτε αυτός είναι ο ένας γονέας είτε κάποιος άλλος, όταν απουσιάζουν ή έχουν πεθάνει οι γονείς: Nα έρθεις αύριο με τον κηδεμόνα σου! Σύλλογος γονέων και κηδεμόνων.

[λόγ. < αρχ. κηδεμών, αιτ. -όνα `προστάτης, φύλακας κάποιου΄ σημδ. γαλλ. tuteur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεμόνας 2 ο : είδος ορθοπεδικής κατασκευής: Kηδεμόνες σκολίωσης.

[λόγ. < κηδεμόνας 2 σημδ. γαλλ. tuteur(;) `στήριγμα φυτού΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go