Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεφαλόπονος ο [kefalóponos] Ο20 : ο πονοκέφαλος.
[κεφαλο- + πόνος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεφαλόπονος ο.
-
- Πονοκέφαλος:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 292).
[<ουσ. κεφαλή/κεφάλι + πόνος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Πονοκέφαλος:



