Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεφαλιά
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφαλιά η [kefaá] Ο24 : χτύπημα με το κεφάλι. || στο ποδόσφαιρο, το χτύπημα της μπάλας με το κεφάλι: Mε μια έξοχη ~ κάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα. ~ ψαράκι, όταν η κεφαλιά γίνεται με σύγχρονη εκτίναξη του παίχτη προς τα εμπρός και χαμηλά.

[κεφάλ(ι) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
κεφαλία η.
  • Κεφαλόπονος:
    • (Ιατροσ. κώδ. Ϡξε´).

[<ουσ. κεφαλή/κεφάλι + κατάλ. ία]

[Λεξικό Κριαρά]
κεφαλιάζω,
βλ. κελεφιάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
κεφαλιάτικο(ν) το.
  • Κεφαλικός φόρος:
    • (Μαχ. 6125).

[<ουσ. κεφαλή/κεφάλι + κατάλ. ιάτικο. Η λ. στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go