Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεφαλαιαγορά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφαλαιαγορά η [kefaleaγorá] & κεφαλαιοαγορά η [kefaleoaγorá] Ο24 : 1. προσφορά ή ζήτηση ρευστού χρήματος· χρηματαγορά: Διεθνής ~. 2. το σύνολο των χρηματιστηριακών συναλλαγών.

[λόγ. κεφαλαι(ο)-, κεφαλαιο- + αγορά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go