Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κερματοδέκτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερματοδέκτης ο [kermatoδéktis] Ο10 : μηχανισμός που ενεργοποιείται με κέρματα: Tηλέφωνο με κερματοδέκτη. || γενική ονομασία μηχανημάτων που λειτουργούν με κέρματα: Οι νέοι κερματοδέκτες των αστικών λεωφορείων.

[λόγ. κερματ- (κέρμα) -ο- + δέκτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go