Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κερματισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερματισμός ο [kermatizmós] Ο17 : ο κατακερματισμός.

[λόγ. < μσν. κερματισμός < κερματισ- (κερματίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go