Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερδοφόρος -α / -ος -ο [kerδofóros] Ε14 : που αποφέρει μεγάλο κέρδος· επικερδής: Kερδοφόρο επάγγελμα. H επιχείρηση από προβληματική έγι νε κερδοφόρα.
[λόγ. < ελνστ. κερδοφόρος]



