Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεραμιδόγατος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεραμιδόγατος ο [keramiδóγatos] Ο20 : (προφ.) χαρακτηρισμός γάτου που ζει ελεύθερος στη γειτονιά.

[κεραμιδο- + γάτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go