Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κερήθρα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερήθρα η [keríθra] Ο25 : η κηρήθρα.

[μσν. κηρήθρα [ir > er] κατά το κερί < κηρ(ός) -ήθρα]

[Λεξικό Κριαρά]
κερήθρα η,
βλ. κηρήθρα.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go