Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κερένιος, επίθ.· κερένος.
-
- Που είναι κατασκευασμένος με κερί:
- εποίκεν … λαμπάδας κερένας (Μαχ. 1025· Αλεξ. 96).
[<ουσ. κερί + κατάλ. ‑ένιος. Ο τ. και σήμ. ποντ. και κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Που είναι κατασκευασμένος με κερί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερένιος -α -ο [keré
os] Ε4 : ο κέρινος. [κερ(ί) -ένιος]



