Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κεράτιον (I) το.
-
- Μικρό κέρατο:
- μικρόν ζώον εστίν, όμοιον ερίφῳ … Έν δε κεράτιον έχει (Φυσιολ. 35519).
[μτγν. ουσ. κεράτιον]
- Μικρό κέρατο:
[Λεξικό Κριαρά]
- κεράτιον (II) το· κεράτσιν· κεράτσι(ον).
-
- 1) Ο καρπός της κερατέας, χαρούπι:
- έναν κεράτσιν εις το κλαδίν της κερατσίας (Μαχ. 643).
- 2) Μονάδα βάρους:
- καστορίου κεράτιον έν (Ιερακοσ. 38514).
- 3) Μονάδα βάρους, καράτι:
- Έστι το εξάγιον του αργού χρυσού, τουτέστι των κδ´ κερατίων, κα´ (Rechenb. (Vog.) 741).
[μτγν. ουσ. κεράτιον. Τ. τεράτσιν σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.)]
- 1) Ο καρπός της κερατέας, χαρούπι:



