Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεράσι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεράσι το [kerási] Ο44 : ο καρπός της κερασιάς· μικρό σφαιρικό σαρκώδες φρούτο με λεία, γυαλιστερή, κόκκινη φλούδα και σάρκα τραγανή, γλυκιά και αρωματική, που ωριμάζει την άνοιξη: Mαρμελάδα ~. Xείλη σαν ~, κόκκινα και σαρκώδη. ΠAΡ Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, να είσαι επιφυλακτικός στα μεγάλα λόγια, στις μεγάλες υποσχέσεις. κερασάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κεράσι. ΦΡ το ~ της τούρτας / της υπόθεσης, για κτ. περιττό, που θα μπορούσε να λείπει. 2. γλυκό του κουταλιού από κεράσια.

[μσν. κεράσι(ν) < ελνστ. κεράσιον]

[Λεξικό Κριαρά]
κεράσι(ν) το.
  • Ο καρπός της κερασιάς:
    • (Προδρ. II 65-2 χφ H κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. κεράσιον. Η λ. (ι) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερασιά η [kerasá] Ο24 : οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο με λευκά άνθη, καρπός του οποίου είναι το κεράσι: Kάτω από τις ανθισμένες κερασιές. || το ξύλο της κερασιάς: Tραπεζάκι από ~.

[μσν. *κερασιά (πρβ. μσν. κερασά) < ελνστ. κερασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κέρασος ὁ (ανατολ. προέλ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κερασιά η· κερασά.
  • Το οπωροφόρο δέντρο κερασιά:
    • (Ιερακοσ. 3372).

[μτγν. ουσ. κερασία. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Κεράσιος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. κεράσι(ν):
    • (Πωρικ. I 7).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες