Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεκλιμένος -η -ο [kekliménos] Ε3 : που παρουσιάζει κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο, συνήθ. σε όρους: Kεκλιμένη στέγη. Ο ~ πύργος της Πίζας. || (φυσ.) κεκλιμένο επίπεδο, απλή μηχανή που αποτελείται από μία επικλινή επιφάνεια και χρησιμοποιείται για την ανύψωση αντικειμένων με μεγάλο βάρος.
κεκλιμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κεκλιμένος μππ. του κλίνω]



