Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεκλιμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεκλιμένος -η -ο [kekliménos] Ε3 : που παρουσιάζει κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο, συνήθ. σε όρους: Kεκλιμένη στέγη. Ο ~ πύργος της Πίζας. || (φυσ.) κεκλιμένο επίπεδο, απλή μηχανή που αποτελείται από μία επικλινή επιφάνεια και χρησιμοποιείται για την ανύψωση αντικειμένων με μεγάλο βάρος. κεκλιμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. κεκλιμένος μππ. του κλίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go