Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κβαντικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κβαντικός -ή -ό [kvandikós] Ε1 : (φυσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στα κβάντα: Kβαντική θεωρία.

[λόγ. < αγγλ. quantic < quant(a) = κβά ντ(ο) -ic = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go