Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καύχησις ‑ση η· καύκηση.
-
- 1) Καυχησιολογία, κομπασμός:
- (Γεωργηλ., Θαν. 187)·
- τούτες σου τσι καύχησες περνούσι μ’ αληθινά καμώματα (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ´ 57).
- 2) Aφορμή καυχησιολογίας, αντικείμενο καύχησης, καμάρι:
- Ρωμαίοι αγαπημένοι μου, … καύχηση του στομάτου μου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55616)·
- Η καύχηση των Κρητικών έπεσε κι εσκλαβώθη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56517).
[μτγν. ουσ. καύχησις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Καυχησιολογία, κομπασμός:



