Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καύσις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καύσις ‑ση η.
– Βλ. και κάψις ‑ψη.
  • 1)
    • α) Μεγάλη θερμότητα:
      • (Κορων., Μπούας 58
    • β) μεγάλη ζέστη, καύσωνας:
      • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 290
      • από την καύσιν την πολλήν περίσσα διψασμένοι (Αχέλ. 1095).
  • 2)
    • α) Λύπη, «καημός»:
      • την καύσιν την πολλήν, τήν έχει η καρδία του (Περί ξεν. 18 κριτ. υπ.
    • β) μαρτύριο, τιμωρία:
      • η καύσις της προπατορικής αμαρτίας (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405).
  • 3) Δικαιοδοσία:
    • ει δε δώσει κάτις πράγμαν οπού έχει την καύσιν, ήγουν την εξουσίαν ενού μέρους (Ασσίζ. 15431).

[αρχ. ουσ. καύσις. Η λ. (ση) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go