Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καψούρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καψούρα η [kapsúra] Ο25α : (λαϊκ.) παθιασμένος έρωτας συνήθ. χωρίς ανταπόκριση.

[κάψ(α) 1 -ούρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go