Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καψιμί το [kapsimí] Ο (άκλ.) : προφορική απόδοση του αρκτικόλεξου KΨM (= Kέντρο Ψυχαγωγίας Mονάδος), στη γλώσσα των στρατιωτών.
[αρκτικόλ. ΚΨΜ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καψιμιτζής ο [kapsimidzís] Ο8 : (προφ.) στρατιώτης υπεύθυνος για το καψιμί μιας στρατιωτικής μονάδας.
[καψιμ(ί) -ιτζής]



