Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καψερός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καψερός, επίθ.
  • Θερμός:
    • τόπος καψερός (Χούμνου, Κοσμογ. 654).

[<ουσ. κάψα + κατάλ. ερός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καψερός -ή -ό [kapserós] Ε1 : (οικ.) που του έχουν τύχει πολλές συμφορές στη ζωή του και γι΄ αυτό είναι άξιος του οίκτου και της συμπάθειάς μας: Έπαθε πολλά η καψερή η γυναίκα. || (ως ουσ.): Aχ η καψερή· τι θα κάνει τώρα;

[κάψ(α) 1 -ερός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go