Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καφενές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφενές ο [kafenés] Ο13 : (λαϊκότρ.) το καφενείο.

[τουρκ. kahvehane, διαλεκτ. kahvene ]

[Λεξικό Κριαρά]
καφενές ο.
  • Καφενείο:
    • εχάλασεν (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) τους καφενέδες εις όλον τον κόσμον (Συναδ. φ. 30r).

[<τουρκ. kahvehane. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες