Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καφεκόπτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφεκόπτης ο [kafekóptis] Ο10 : συσκευή στην οποία αλέθονται οι κόκκοι του καφέ.

[λόγ. καφε-1 + κοπ- (κόβω) -της]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go