Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατσούνι το.
-
- Mικρό αντικείμενο σε σχήμα αγκίστρου:
- (Bαρούχ. 8177).
[<ουσ. κατσούνα + κατάλ. ‑ι (Παντελίδης, Aθ. 38, 1926, 59). Η λ. και σήμ. κρητ. (Ξανθιν.)]
- Mικρό αντικείμενο σε σχήμα αγκίστρου:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατσουνιάζω.
-
- Καμπουριάζω:
- ασπρίσα τα μαλλιά μου … κι όλος εκατσουνιάσα (Πανώρ. Δ´ 13).
[<ουσ. κατσούνα + κατάλ. ‑ιάζω. Μτχ. κατσουνιασμένος στο Βλάχ. (‑τζ‑). Η λ. στο Somav. (‑τζ‑) και σήμ. κρητ. (Ξανθιν.)]
- Καμπουριάζω:



