Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατσικοχώρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσικοχώρι το [katsikoxóri] Ο44 : (οικ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ορεινού και εξαιρετικά δύσβατου χωριού.

[κατσίκ(α) -ο- + χωρ(ιό) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go