Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατσικίσιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσικίσιος -α -ο [katsikísos] Ε4 : που ανήκει στην κατσίκα ή που προέρχεται από αυτήν: Kατσικίσιο γάλα / τυρί. Kατσικίσιο μαλλί, γιδόμαλλο.

[κατσίκ(α) -ίσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go