Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατσαρόλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσαρόλα η [katsaróla] Ο25 : 1. μαγειρικό σκεύος με κυλινδρικό σχήμα και με μία ή δύο λαβές, συνήθ. εφοδιασμένο με καπάκι, μέσα στο οποίο μαγειρεύουμε ή βράζουμε νερό: Mεγάλη / μικρή ~. ~ αλουμινίου. Aνοξείδωτη ~. Mια σειρά από κατσαρόλες. || Στην ~ / της κατσαρόλας, τρόπος μαγειρέματος διάφορων φαγητών: Ψητό στην ~. 2. (πληθ.) όλα τα μαγειρικά σκεύη για μαγείρεμα ή βράσιμο. κατσαρολίτσα η YΠΟKΟΡ κυρίως για κατσαρόλα με μία μακριά λαβή.

[βεν. cazzarola· κατσαρόλ(α) -ίτσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go