Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατσαριδοκτόνο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσαριδοκτόνο το [katsariδοktóno] Ο39 : εντομοκτόνο ειδικό για την εξόντωση των κατσαρίδων.

[λόγ. κατσαρίδ(α) -ο- + -κτόνον, ουδ. του -κτόνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go