Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατσαπλιάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσαπλιάς ο [katsaplás] Ο1 : 1. υβριστικός χαρακτηρισμός για τους αντάρτες, κυρίως κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. 2. (παρωχ.) κλέφτης 1.

[;]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go