Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατραμάδος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κατραμάδος, επίθ.
  • 1) Aλειμμένος με πίσσα:
    • τοίχο κατραμάδο (Bαρούχ. 6236).
  • 2) (Μεταφ., προκ. για αμπέλι) που το χώμα του είναι αδιαπέραστο:
    • (αυτ. 6173).

[<βεν. catramado]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go