Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατρακύλισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατρακύλισμα το [katrakílizma] & κατρακύλημα το [katrakílima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατρακυλώ, συνήθ. μτφ., η ραγδαία μείωση, η πτώση σε κατώτερο επίπεδο: Tο ~ της λίρας / των μετοχών.

[κατρακυλ(ώ) -ισμα· κατρακυλη- (κατρακυλώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go