Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατοχύρωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοχύρωση η [katoxírosi] Ο33 : η εξασφάλιση με νομικά μέσα ενός πράγματος, η προστασία ενός δικαιώματος από διεκδίκηση τρίτου, καταστρατήγηση, καταστροφή, εξαφάνιση κτλ.: Διεκδικούν τη θεσμική ~ των κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων. Επαγγελματική ~. Nομική ~. || ~ βαθμολογίας, σε εξετάσεις, η διατήρηση του βαθμού για την επόμενη ή για τις επόμενες εξεταστικές περιόδους.

[λόγ. κατοχυρω- (δες κατοχυρώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go