Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατοσταριά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοσταριά η [katostarjá] & εκατοσταριά η [ekatostarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εκατό· εκατοστή: Kαμιά ~ δραχμές / άνθρωποι. || (προφ., συνήθ. πληθ.) για χρηματικό ποσό: Mου έχουν φύγει κατοσταριές…!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.

[εκατοστ(ή) -αριά και με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go