Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατηχούμενος ο [katixúmenos] Ο19 θηλ. κατηχούμενη [katixúmeni] Ο32 γεν. κατηχουμένων : στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και πριν από την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού, αυτός που προετοιμαζόταν, με την κατήχηση, να δεχτεί το βάπτισμα.
[λόγ. < ελνστ. κατηχούμενος μπε. του κατηχῶ· λόγ. κατηχούμεν(ος) -η]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατηχούμενος ο.
-
- (Εκκλ.) αυτός που δεν έχει ολοκληρωθεί ως χριστιανός:
- οι κατηχούμενοι οπού δεν έχουν ακόμη το βάπτισμα (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 399r).
[μτχ. ενεστ. του κατηχούμαι]
- (Εκκλ.) αυτός που δεν έχει ολοκληρωθεί ως χριστιανός:



