Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατηφόρι
9 items total [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηφόρι το [katifóri] Ο44α : (λογοτ.) κατηφόρα. ANT ανηφόρι.

[κατήφορ(ος) -ι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηφοριά η [katiforjá] Ο24 : κατηφόρα. ANT ανηφοριά.

[μσν. κατηφοριά < κατήφορ(ος) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
κατηφοριά η.
  • Κατηφορικός τόπος, πλαγιά:
    • κατηφοριά του όρου (Πεντ. Έξ. XIX 17).

[<ουσ. κατήφορος + κατάλ. ιά. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατηφοριάζω.
  • 1) (Ενεργ.) παρασύρω κάπ.:
    • όταν σε κατηφοριάζουν εις κρασίν και φοβάσαι μη μεθύσεις (Σταφ., Ιατροσ. 23157 (έκδ. καται‑· μήπως κατω‑ ;)).
  • 2) (Μέσ.) παίρνω τον κατήφορο·
    • (εδώ προκ. για βαθύτατο ύπνο):
      • ο Iωνά … εκοιμήθη κι εκατηφοριάστη (Ιων. I 5).

[<ουσ. κατήφορος + κατάλ. –ιάζω ή <κατηφορίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηφορίζω [katiforízo] Ρ2.1α : ακολουθώ πορεία, κατεύθυνση προς τα κάτω, κατεβαίνω. ANT ανηφορίζω. 1. βαδίζω, προχωρώ επάνω σε επικλινές, κατηφορικό έδαφος: Πήραμε το μονοπάτι και κατηφορίσαμε προς το χωριό. || (προφ.) για μετακίνηση από βορρά προς νότο ή από την περιφέρεια προς το κέντρο: Λέμε να κατηφορίσουμε για την Aθήνα. 2. για έδαφος, δρόμο που έχει κλίση προς τα κάτω: Ο δρόμος από ένα σημείο και πέρα κατηφορίζει απότομα.

[μσν. κατωφορίζω < κατώφορ(ος) -ίζω με αλλ. του φων. κατά το κατήφορος (δες λ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατηφορίζω· καταφορίζω.
  • 1) Κατεβαίνω:
    • βλέπεις σκάλαν πέτρινην και δη καταφορίζεις (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1198).
  • 2) (Mεταφ.) χειροτερεύω· ξεπέφτω:
    • εβλέπει (ενν. η χήρα) … το οσπίτιν της πάντα κατηφορίζει (Σπαν. (Ζώρ.) V 542).

[<ουσ. κατήφορος + κατάλ. ίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατηφορικός, επίθ.· κατωφορικός.
  • Επικλινής, κατηφορικός:
    • να τρέχει ποταμός … εις κατωφορικόν τόπον (Τρωικά 53413).

[<ουσ. κατήφορος + κατάλ. ικός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηφορικός -ή -ό [katiforikós] Ε1 : για επικλινή επιφάνεια, κυρίως για έδαφος ή δρόμο που έχει κλίση προς τα κάτω. ANT ανηφορικός. κατηφορικά ΕΠIΡΡ: Ο δρόμος προχωρεί ~.

[μσν. κατωφορικός < κατώφορ(ος) -ικός με αλλ. του φων. κατά το κατήφορος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηφόρισμα το [katifórizma] Ο49 : η ενέργεια του κατηφορίζω, κίνηση, πορεία σε κατηφορικό δρόμο. ANT ανηφόρισμα.

[κατηφορισ- (κατηφορίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go