Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατηφοριά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηφοριά η [katiforjá] Ο24 : κατηφόρα. ANT ανηφοριά.

[μσν. κατηφοριά < κατήφορ(ος) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
κατηφοριά η.
  • Κατηφορικός τόπος, πλαγιά:
    • κατηφοριά του όρου (Πεντ. Έξ. XIX 17).

[<ουσ. κατήφορος + κατάλ. ιά. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατηφοριάζω.
  • 1) (Ενεργ.) παρασύρω κάπ.:
    • όταν σε κατηφοριάζουν εις κρασίν και φοβάσαι μη μεθύσεις (Σταφ., Ιατροσ. 23157 (έκδ. καται‑· μήπως κατω‑ ;)).
  • 2) (Μέσ.) παίρνω τον κατήφορο·
    • (εδώ προκ. για βαθύτατο ύπνο):
      • ο Iωνά … εκοιμήθη κι εκατηφοριάστη (Ιων. I 5).

[<ουσ. κατήφορος + κατάλ. –ιάζω ή <κατηφορίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες