Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατευθυντήριος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατευθυντήριος -α -ο [katefθindírios] Ε6 : που δείχνει την κατεύθυνση, τον τελικό στόχο μιας πορείας, μιας προσπάθειας: Πρέπει να χαράξουμε τις κατευθυντήριες γραμμές της εκπαιδευτικής μας πολιτικής. Tο σχολείο δίνει στους νέους τις κατευθυντήριες αρχές.

[λόγ. κατευθύν(ω) -τήριος απόδ. γαλλ. directif (διαφ. το ελνστ. κατευθυντήρ `που ισιώνει, που διορθώνει΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go