Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταφέρομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταφέρομαι [kataférome] Ρ αόρ. καταφέρθηκα, απαρέμφ. καταφερθεί : α. εκφράζω κατηγορίες και ύβρεις εναντίον κάποιου, συχνά όταν αυτός είναι απών: Όπου βρεθεί καταφέρεται εναντίον μου με τα χειρότερα λόγια. β. επικρίνω κτ. με οξύτητα: Kαταφέρθηκε κατά των νέων κυβερνητικών μέτρων.

[λόγ. < αρχ. καταφέρω (δες καταφέρνω 1) σημδ. γαλλ. invectiver, μέσο κατά το επιτίθεμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go