Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατατσιμπώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κατατσιμπώ.
  • Τσιμπώ επίμονα:
    • Eτσίμπαν, κατετσίμπαν το ο αετός το γαϊτανίτσιν (Ιμπ. 547).

[<πρόθ. κατά + τσιμπώ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go