Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατατρομαγμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατρομαγμένος -η -ο [katatromaγménos] Ε3 μππ. του κατατρομάζω : που έχει κατατρομάξει, που έχει φοβηθεί πάρα πολύ: Έτρεξε να κρυφτεί ~. κατατρομαγμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~.

[μππ. του κατατρομάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go