Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατρομαγμένος -η -ο [katatromaγménos] Ε3 μππ. του κατατρομάζω : που έχει κατατρομάξει, που έχει φοβηθεί πάρα πολύ: Έτρεξε να κρυφτεί ~.
κατατρομαγμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~. [μππ. του κατατρομάζω]



