Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατρομάζω [katatromázo] Ρ2.2α μππ. κατατρομαγμένος* : προκαλώ σε κπ. μεγάλο φόβο, τον τρομάζω πάρα πολύ: Mε κατατρόμαξες καθώς μπήκες ξαφνικά στο δωμάτιο / με όσα μου είπες. || αισθάνομαι μεγάλο φόβο, τρομάζω πάρα πολύ: Kατατρομάξαμε από το θόρυβο της έκρηξης.
[κατα- τρομάζω]



