Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταστάλαγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταστάλαγμα το [katastálaγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατασταλάζω. 1. κατακάθισμα στερεών ουσιών που είναι διαλυμένες σε υγρό ή καθάρισμα, λαμπικάρισμα του υγρού, αφού κατακαθίσουν οι στερεές ουσίες. 2. (μτφ.) το τελικό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας: Tα λόγια του είναι ~ της πείρας / της σοφίας του.

[κατασταλακ- (κατασταλάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες