Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατασκηνωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασκηνωτικός -ή -ό [kataskinotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κατασκήνωση ή με τους κατασκηνωτές: H πρώτη κατασκηνωτική περίοδος θα έχει διάρκεια ενός μήνα. Tα παιδιά τραγούδησαν κατασκηνωτικά τραγούδια. Kατασκηνωτικές γιορτές / συνήθειες. κατασκηνωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κατασκηνωτ(ής) -ικός απόδ. αγγλ. camping, camp-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go