Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταρροϊκός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταρροϊκός -ή -ό [kataroikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με τον κατάρρου ή με την καταρροή: Kαταρροϊκά συμπτώματα.

[λόγ. < αρχ. καταρροϊκός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go