Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταράχι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταράχι το [kataráxi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το ψηλότερο σημείο της κορυφής ενός βουνού.

[κατάραχ(α) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go