Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπότι το [katapóti] Ο44 : (λαϊκότρ.) χάπι.
[μσν. *καταπότι(ν) < αρχ. καταπότιον με αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπότιο το [katapótio] Ο40 : (λόγ.) χάπι: Φοβάται τις αρρώστιες με αποτέλεσμα να παίρνει κάθε λογής ~ που της συστήνουν.
[λόγ. < αρχ. καταπότιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπότιον το.
-
- Χάπι, καταπότιο:
- (Βίος Αλ. 3004).
[αρχ. ουσ. καταπότιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Χάπι, καταπότιο:



