Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπρόσωπο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπρόσωπο [kataprósopo] & καταπρόσωπα [kataprósopa] στη σημ. 1 επίρρ. : 1. κατευθείαν στο πρόσωπο κάποιου: Ο ήλιος μάς χτυπάει ~. 2. (μτφ.) α. χωρίς μεσολάβηση τρίτου: Έγινε μια ~ αντιπαράσταση. β. απερίφραστα, με θάρρος ή με θράσος και με περιφρόνηση: Tου είπα την αλήθεια / με πρόσβαλε ~, κατάμουτρα. (έκφρ.) κοιτάζω κπ. / κτ. ~, θαρρετά, χωρίς φόβο, ντροπή ή τύψεις: Δεν τολμά να με κοιτάξει ~, ύστερα από όσα μου έκανε. Kοίτα τη ζωή / την αλήθεια ~.

[μσν. καταπρόσωπον < αρχ. φρ. κατά πρόσωπον· μσν. καταπρόσωπα < καταπρόσωπ(ον) -α κατά τα άλλα επιρρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καταπρόσωπον ‑πα, επίρρ.
  • 1) Εναντίον κάπ.:
    • να σύρει μαρτυρία καταπρόσωπα γυναικός (Ασσίζ. 25827
    • αρματώθησαν και επήγαν καταπρόσωπά του (Βουστρ. 9814).
  • 2) Αντίθετα σε κ., παραβαίνοντας κ.:
    • επήγεν καταπρόσωπα τους νόμους (Μαχ. 2608
    • καταπρόσωπα του θελημάτου του αφέντη του (Ασσίζ. 4411).
  • 3) Ενώπιον κάπ., σε συνάντηση κάπ.:
    • επήγαν καταπρόσωπα του ρηγός (Βουστρ. 1001).
  • 4) Κατάμουτρα, στο πρόσωπο:
    • ρίχνει (ενν. πηλόν) καταπρόσωπα τάχα για να τυφλώσει (Ζήνου, Βατραχ. 395).
  • 5) Απέναντι από κάπ. ή κ.:
    • (Διήγ. Αλ. G 27538
    • είναι καταπρόσωπα του καστελλίου (Βουστρ. 2248).
  • 6) Αναφορικά με κ.:
    • να ένι στερεωμένη (ενν. η μαρτυρία) καταπρόσωπα … των νόμων (Ασσίζ. 23525).
  • 7) Φανερά, ανοιχτά:
    • εγώ ουδέν ημπορώ καταπρόσωπα να πολεμήσω με τον Δάρειον (Διήγ. Αλ. G 26725‑6).

[<συνεκφ. κατά πρόσωπον, κατά πρόσωπα (αρχ.). Τ. ο σήμ. Η λ. (α) στο Somav. (κατά πρόσωπα) και σήμ. κυπρ. (Andr., λ. κατά πρό‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
καταπροσώπου, επίρρ.
  • Μπρούμυτα:
    • καταπροσώπου κείμενος επάνωθεν της κλίνης (Καλλίμ. 1016).

[<συνεκφ. κατά προσώπου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες