Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπράσινος -η -ο [kataprásinos] Ε5 : που είναι εντελώς πράσινος, για κτ. που έχει έντονο πράσινο χρώμα ή που είναι μόνο πράσινο, χωρίς το συνδυασμό και άλλων χρωμάτων: Kαταπράσινα φύλλα / λειβάδια. Kαταπράσινα χωριά, με πολλή βλάστηση. Tο ύφασμα δεν είναι καταπράσι νο, αλλά έχει άσπρες ρίγες.
[κατα- πράσινος]



