Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταπράσινος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπράσινος -η -ο [kataprásinos] Ε5 : που είναι εντελώς πράσινος, για κτ. που έχει έντονο πράσινο χρώμα ή που είναι μόνο πράσινο, χωρίς το συνδυασμό και άλλων χρωμάτων: Kαταπράσινα φύλλα / λειβάδια. Kαταπράσινα χωριά, με πολλή βλάστηση. Tο ύφασμα δεν είναι καταπράσι νο, αλλά έχει άσπρες ρίγες.

[κατα- πράσινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go