Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταπιστευματοδόχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπιστευματοδόχος ο [katapistevmatoδóxos] Ο18 : (νομ.) άτομο στο οποίο μεταβιβάζεται από τον προσωρινό κληρονόμο ένα περιουσιακό στοιχείο.

[λόγ. καταπιστευματ- (καταπίστευμα) -ο- + -δόχος απόδ. λατ. fiduciarius]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go