Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταπιεστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπιεστής ο [katapiestís] Ο7 θηλ. καταπιέστρια [katapiéstria] Ο27 : αυτός που καταπιέζει κπ.: Οι μεγάλοι και ισχυροί είναι οι καταπιεστές των μικρών και αδυνάτων.

[λόγ. καταπιεσ- (καταπιέζω) -τής· λόγ. καταπιεσ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go